Μύθοι και ιδεοληψίες γύρω από την απελευθέρωση
της αγοράς ενέργειας
Των: Γιάννη Μάργαρη, Αργύρη Αλτιπαρμάκης, Ramin
Moslemian*
Μετά
τη μάχη που δόθηκε στο κομμάτι των κρατικών χρεών και στα προγράμματα
λιτότητας, έφτασε και η μάχη για το ποιος ελέγχει τον ενεργειακό τομέα και
κυρίως με ποιο σκοπό. Αν και από παντού ανακοινώνεται ότι η ενέργεια είναι
προσοδοφόρο έδαφος για επενδύσεις - μεταξύ άλλων βέβαια κεντρικών παραγωγικών
τομέων και υποδομών που ιδιωτικοποιούνται βιαίως στη φάση αυτή της οικονομικής
και πολιτικής κρίσης-, αυτό που αποκρύπτεται είναι το γεγονός ότι έχουμε μπει
σε περίοδο ριζικών αλλαγών του ενεργειακού συστήματος, τόσο ως προς την
τεχνολογία και τις πηγές ενέργειας όσο και ως προς την ιδιοκτησία και τον
έλεγχό τους. Η πρόσβαση στην ενέργεια για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού
αμφισβητείται με οδυνηρές συνέπειες για την αναπαραγωγή της κοινωνίας.
Ειδικά
στην Ευρώπη της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας των κομισάριων και των επιτρόπων,
και δη στην Ελλάδα των ξεπεσμένων εκπροσώπων αυτών, τα σχέδια για πώληση της
ΔΕΗ μάς εισάγουν στην επόμενη φάση της παγκόσμιας σύγκρουσης γύρω από τον
έλεγχο των βασικών μέσων παραγωγής και επιβίωσης.
Ο
τρόπος με τον οποίο η εγχώρια προπαγάνδα επιχειρεί να παρουσιάσει την κατάσταση
ειδικά για τη ΔΕΗ βασίζεται σε μια σειρά από μύθους και ψεύδη, τόσο στο
πολιτικό-οικονομικό κομμάτι της συζήτησης όσο και στο τεχνικό κομμάτι σχετικά
με τις ανάγκες και την πορεία του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα.
Ο μύθος του ανταγωνισμού στον ενεργειακό τομέα
Οι
λόγοι οι οποίοι παρατίθενται για την απελευθέρωση διαφόρων αγορών αφορούν τα
οφέλη του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το κλασικό οικονομικό μοντέλο, η ελεύθερη
αγορά, αντίθετα με τα μονοπώλια, επιτυγχάνει ταυτόχρονα την αύξησή της
διαθέσιμης ποσότητας του προϊόντος και την πτώση των τιμών. Σε κάθε βιβλίο
οικονομικών όμως, αυτή η παρατήρηση συνοδεύεται από έναν ευδιάκριτο αστερίσκο
που παραπέμπει στις απαραίτητες προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό. Στην περίπτωση
που αυτές δεν πληρούνται, είναι αμφίβολο κατά πόσον ο ανταγωνισμός θα βοηθήσει
τους καταναλωτές. Η κεντρική μας θέση είναι ότι η αγορά ηλεκτρισμού συσσωρεύει
πολλά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά που αποτρέπουν την εκπλήρωση των απαραίτητων
αυτών συνθηκών.
Σε πρώτο επίπεδο, για να
αποδώσει οφέλη η απελευθέρωση απαιτείται το μοίρασμα της παραγωγής σε αρκετές
διαφορετικές εταιρείες προκειμένου καμία από αυτές να μην έχει κυρίαρχο,
μονοπωλιακό ρόλο ώστε να μπορεί να χειραγωγήσει τις τιμές του ηλεκτρισμού. Η
παραγωγή ηλεκτρισμού όμως διακρίνεται από εκτεταμένες οικονομίες κλίμακας και
απαιτεί τεράστια επενδυτικά κεφάλαια: οι θερμικοί σταθμοί, όπως οι λιγνιτικοί
της ΔΕΗ, έχουν σημαντικά μεγαλύτερη αποδοτικότητα (efficiency) όσο αυξάνεται το
μέγεθός τους. Στη χώρα μας η κατασκευή και λειτουργία τέτοιων θερμικών σταθμών
βάσης, δηλαδή σταθμών που καλύπτουν τις μόνιμες ανάγκες της κατανάλωσης, έχει
γίνει μόνο από τη ΔΕΗ. Χαρακτηριστικά, η νέα μονάδα που προγραμματίζει να
κατασκευάσει η ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα, η μονάδα 5, η οποία θα αντικαταστήσει
αντι-οικονομικές και ρυπογόνες μονάδες της, έχει προϋπολογισθεί σε 1 δισ. 400
εκατ. ευρώ. Το γεγονός ότι η εγκατεστημένη ισχύς (capacity) παραγωγής των
βασικών θερμικών σταθμών δεν μπορεί να είναι αποδοτική κάτω από ένα όριο,
σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί η διάσπαση αυτής της παραγωγής σε πολλούς
«παίκτες», όπως απαιτεί μια ανταγωνιστική αγορά. Αντιθέτως, θα οδηγηθούμε σε
ένα ολιγοπωλιακό σκηνικό, το οποίο είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν θα λειτουργήσει
αποτελεσματικότερα από το σημερινό ολιγοπώλιο της ΔΕΗ.
Το
παράδειγμα της Καλιφόρνια το 2000-01 δείχνει τα προβλήματα που δημιουργεί μια
τέτοια αγορά, όπου εταιρείες όπως η Enron εσκεμμένα δημιουργούσαν ελλείψεις
στην αγορά ώστε να ωθήσουν τις τιμές στα ύψη.
Επιπλέον, άλλη μια
προϋπόθεση του ανταγωνισμού, η ελεύθερη είσοδος και έξοδος εταιρειών από την
αγορά ηλεκτρισμού, δυσχεραίνεται περαιτέρω από τη δημιουργία ολιγοπωλιακής
αγοράς. Αγορές με τέτοια χαρακτηριστικά τείνουν να ακολουθούν πρακτικές καρτέλ
και αθέμιτου ανταγωνισμού, με παροδικές μειώσεις τιμών που έχουν στόχο την
εκδίωξη των νεοεισελθόντων στην αγορά. Πρακτικά, λόγω της κλίμακας αυτής της
αγοράς, η απελευθέρωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν οδήγησε στην είσοδο νέων
παικτών στην παραγωγή ενέργειας, όπου οι περισσότερες χώρες έχουν νέες 1-4 εταιρειών
παραγωγής, όπως και η χώρα μας. Σε άλλες χώρες, η αύξηση των εταιρειών σε
εθνικό επίπεδο συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη μείωση στο ευρωπαϊκό, καθώς π.χ. η
γαλλική EDF και η γερμανική Ε.ΟΝ επιδόθηκαν στην εξαγορά και το μοίρασμα των
μονοπωλίων άλλων κρατών. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια ψευδαίσθηση διάσπασης των
μονοπωλίων, ενώ στην πραγματικότητα η δύναμη των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών
εταιρειών μεγάλωσε και η συγκέντρωση των μεριδίων αγοράς αυξήθηκε.
Στον τομέα της εμπορίας, το γεγονός ότι ο ηλεκτρισμός είναι ομοιογενές
προϊόν, γεγονός που σημαίνει ότι ανταγωνιστικές υπηρεσίες δεν μπορούν να
προσφέρουν πραγματικά διαφορετικά 'πακέτα', όπως στον χώρο των τηλεπικοινωνιών,
οδηγεί τις εταιρείες κυρίως στον ανταγωνισμό μέσω marketing και διαφήμισης,
επιφέροντας πρόσθετο κόστος στην βιομηχανία που μετακυλίεται στους καταναλωτές
και ακυρώνει σε κάποιο βαθμό τα υποτιθέμενα οφέλη από την υιοθέτηση
ανταγωνιστικού πλαισίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού
στην εμπορία δεν έχει οδηγήσει σε καμία χώρα στη μείωση των τιμών ή στη
βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος (ηλεκτρισμού) για τον καταναλωτή, τα οποία
είναι η βασική επιδίωξη και θεωρητικά το αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας.
Μάλιστα, για να ανοίξει η αγορά απαιτείται σήμερα η άνοδος των τιμών για τους μικρούς
καταναλωτές ώστε να αυξηθούν τα διανεμόμενα κέρδη.
Ανταγωνισμός και τεχνολογική καινοτομία
Είναι
πιθανό να ισχυρισθεί κανείς ότι η προσπάθεια από τις εταιρείες παροχής
ηλεκτρισμού να αποκτήσουν κυρίαρχη θέση στην αγορά είναι ευκταία εξέλιξη, αφού
θα οδηγήσει στην καινοτομία και την ανάπτυξη της τεχνολογίας της παραγωγής και
διάθεσης ηλεκτρισμού. Δεν είναι όμως καθόλου ξεκάθαρο ότι υπάρχει τέτοια
αιτιακή σχέση ανάμεσα στον ανταγωνισμό και την τεχνολογική εξέλιξη. Το
παράδειγμα που συχνά παρουσιάζεται ως επιτυχημένο πρότυπο είναι η ραγδαία
πρόοδος των τηλεπικοινωνιών που συνοδεύτηκε από την απελευθέρωση της αγοράς.
Κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι η απελευθέρωση οδήγησε
στην τεχνολογική πρόοδο και όχι το αντίθετο, αφού η πτώση του κόστους
συντήρησης και εγκατάστασης του δικτύου και η ασύρματη/κινητή τεχνολογία έκανε
πιο εφικτή την είσοδο νέων εταιρειών και τη μείωση των τιμών που αυτόματα
αποδόθηκε στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η τεχνολογική
αυτή πρόοδος θα είχε συμβεί, αν η απελευθέρωση είχε συμβεί τη δεκαετία του '50.
Η τεχνολογική πρόοδος έχει τον δικό της ρυθμό, που δεν προσφέρεται για
εύπεπτες, μονοπαραγοντικές εξηγήσεις. Η τεχνολογική πρόοδος επίσης δεν
συμβαίνει με έναν ουδέτερο τρόπο. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε σημαντική τάση
διοχέτευσης κεφαλαίων για την έρευνα στον τομέα του ηλεκτρισμού, με
εκπεφρασμένο στόχο την ανάπτυξη τεχνολογιών που θα διευκόλυναν την δημιουργία
και εξάπλωση της ελεύθερης αγοράς. Παρ’ όλ’ αυτά, αυτές οι προσπάθειες δεν
έχουν γενικά επιτύχει, με ένα πολύ μικρό ποσοστό καταναλωτών να επιλέγουν την
συχνή αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της ανάπτυξης ελεύθερων αγορών
ηλεκτρισμού είναι η έλλειψη επενδύσεων για την επέκταση της παραγωγής. Λόγω της
κλίμακας των κεφαλαίων που απαιτείται και παρά τα διάφορα οικονομικά κίνητρα
που έχουν δοθεί, πολύ λίγες επενδύσεις σε νέους θερμικούς σταθμούς έχουν γίνει.
Η οικονομική βιβλιογραφία δείχνει ότι τέτοιες πρωτοβουλίες απαιτούν κεφάλαια
και ανάληψη ρίσκου τέτοιου μεγέθους που μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί.
Με
τα παραπάνω προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ακόμα και στο πλαίσιο της φιλελεύθερης
θεωρίας του ανταγωνισμού είναι ευλόγως αμφίβολο αν θα υπάρξει όφελος από την
απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού για τους πολίτες, ειδικά αν αυτή απλώς
συνίσταται στην πώληση της ΔΕΗ και τη δημιουργία ενός ιδιωτικού μονοπωλίου. Το
ζήτημα όμως της πώλησης της ΔΕΗ πρέπει να τεθεί σε μια ευρύτερη βάση. Η
πρόσβαση στον ηλεκτρισμό δεν είναι μια αποκομμένη υπηρεσία, ξέχωρη από τις
υπόλοιπες διεργασίες της κοινωνίας.
Ο
δημόσιος χαρακτήρας του ηλεκτρισμού αντανακλά ακριβώς την αναγνώριση ότι είναι
ένα απαραίτητο αγαθό για την ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνία. Η σύνδεση της
διανομής του με διαδικασίες αγοράς μπορεί να έχει τα αντίθετα από τα
επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ιδιαίτερα σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό και ρυθμιστικό
καθεστώς και να οδηγήσει στην υψηλότερη τιμολόγηση ή και στον αποκλεισμό
κάποιων πολιτών από την παροχή του. Κάτι τέτοιο θα είχε ευνόητα καταστροφικές
συνέπειες για αυτούς και τον υποβιβασμό τους σε μια υποκατηγορία πολιτών.
Επίσης,
πέρα από το ενδεχόμενο ελλείψεων, ο αναδιανεμητικός ρόλος της ΔΕΗ ως κρατικού
μονοπωλίου εσκεμμένα συσκοτίζεται και υποτιμάται. Αυτή τη στιγμή, ακολουθώντας
κάποια κοινωνική πολιτική, το κόστος της ενέργειας κάποιων κατηγοριών
καταναλωτών συμπληρώνεται μέσω των λογαριασμών άλλων κατηγοριών. Ουσιαστικά, τα
φτωχότερα νοικοκυριά και οι αγρότες πληρώνουν μειωμένο λογαριασμό ενώ τα
νοικοκυριά που βρίσκονται πάνω από κάποιο επίπεδο κατανάλωσης πληρώνουν
αυξημένο λογαριασμό, αφού υποτίθεται ότι η κατανάλωση αντανακλά την οικονομική
τους ευρωστία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης κοινωνικής πολιτικής είναι το
Οικιακό Κοινωνικό Τιμολόγιο που καθιερώθηκε για την ανακούφιση των οικονομικά
ασθενέστερων πολιτών και επιβάρυνε αποκλειστικά τη ΔΕΗ. Είναι προφανές ότι μια
απελευθέρωση της αγοράς θα σήμαινε την αναδιανομή του κόστους λειτουργίας της
αγοράς ηλεκτρισμού εις βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων.
Έχει
ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς λειτουργεί σήμερα η απελευθέρωση της αγοράς του
ηλεκτρισμού στη χώρα μας και πόσο βασίζεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό των
συμμετεχόντων σε αυτήν. Η λειτουργία της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα
αποτελείται από δύο αγορές. Η χονδρεμπορική αγορά η οποία αφορά κυρίως την
παραγωγή ενέργειας είναι πλήρως απελευθερωμένη και βασίζεται σε προσφορές
ενέργειας και τιμών από τους παραγωγούς και εισαγωγείς στον λειτουργό της
αγοράς. Με βάση τις προσφορές εντάσσονται στο σύστημα οι πλέον οικονομικές
μονάδες και αποζημιώνονται με το κόστος της τελευταίας (πιο ακριβής) μονάδας
που εντάσσεται. Στη λιανεμπορική αγορά οι πάροχοι (έμποροι) ενέργειας αγοράζουν
την ενέργεια από τον λειτουργό της αγοράς και την πωλούν στους καταναλωτές σε
τιμές που ρυθμίζονται από την Πολιτεία. Το σύστημα αυτό (mandatory pool) το
οποίο σχεδιάστηκε το 2003, χαρακτηρίζεται από σημαντικές στρεβλώσεις σε βάρος
της ΔΕΗ και υπέρ των ιδιωτών παικτών των αγορών αυτών έχοντας οδηγήσει σήμερα
ολόκληρη την αγορά ενέργειας στα πρόθυρα κατάρρευσης. Μερικά χαρακτηριστικά
παραδείγματα στρεβλώσεων είναι:
Το
άνοιγμα της λιανεμπορικής αγοράς βασίσθηκε στην εκμετάλλευση της δυνατότητας
που δόθηκε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις εμπορίας να προσελκύουν τα κερδοφόρα
τιμολόγια της ΔΕΗ και μάλιστα χωρίς ανταγωνισμό, αφού δεν επιτρεπόταν στη ΔΕΗ
να μειώσει τις τιμές της. Η απώλεια για τη ΔΕΗ ήταν ακόμα μεγαλύτερη αφού τα
κερδοφόρα τιμολόγια κάλυπταν την διαφορά του κόστους από τα ζημιογόνα
τιμολόγια, τα οποία όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είχαν επιβληθεί για λόγους
κοινωνικής πολιτικής ή πολιτικής ενίσχυσης της Βιομηχανίας και φυσικά συνέχισε
να προμηθεύει μόνο η ΔΕΗ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την κάποια ατελή
προσπάθεια άρσης των διαφορών αυτών στα τιμολόγια, οι τέσσερις κύριοι
προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας της λιανικής αγοράς δεν μπόρεσαν να
ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους (τους αφαιρέθηκε η άδεια λειτουργίας)
αφήνοντας χρέη στη ΔΕΗ και ΔΕΣΜΗΕ πλέον των 200 εκατ. και υποχρεώνοντας τη ΔΕΗ
να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σχεδόν στο 100% των καταναλωτών της χώρας (99%
τον Απρίλιο 2012). Δηλαδή, η λιανεμπορική αγορά δεν υφίσταται πλέον στην
Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι η ΔΕΗ, ως προμηθευτής τελευταίου καταφυγίου, είναι
υποχρεωμένη να παρέχει ηλεκτρική ενέργεια σε κάθε καταναλωτή χωρίς δικαίωμα
επιλογής και με τιμολόγια ρυθμιζόμενα από την Πολιτεία, ακόμα και αν
αναγκάζεται να εισάγει πανάκριβη ενέργεια που δεν καλύπτει το κόστος της.
Στη
χονδρεμπορική αγορά το μερίδιο της ΔΕΗ τον Απρίλιο του 2012 ήταν 63% έναντι 37%
των ανεξάρτητων Παραγωγών και Εισαγωγέων. Θα έλεγε κανείς ότι, έστω και με τους
περιορισμούς του ολιγοπωλίου, η αγορά αυτή έχει απελευθερωθεί. Για να
διασφαλισθεί όμως η βιωσιμότητα των επενδύσεων των ανεξάρτητων Παραγωγών η
Εμπορία της ΔΕΗ, η οποία όπως είδαμε προμηθεύει το 100% σχεδόν των καταναλωτών,
είναι υποχρεωμένη να καλύπτει το μεταβλητό κόστος λειτουργίας αυτών των μονάδων
προσαυξημένο κατά 10%. Οι μονάδες αυτές, αν και δεν είναι οι πιο οικονομικές,
έχουν τη δυνατότητα να παραμένουν σε λειτουργία παραβιάζοντας την προτεραιότητα
ένταξης αφού εισπράττουν και με το παραπάνω το κόστος λειτουργίας τους. Δηλαδή
η ΔΕΗ υποχρεώνεται να πριμοδοτεί τους ανταγωνιστές της με κόστη που το 2011
ανήλθαν σε 131 εκατ. ευρώ και το 2012 εκτιμώνται σε 200-250 εκατ. ευρώ, ενώ το
Σύστημα λειτουργεί αντιοικονομικά με μη αναγκαία κατανάλωση εισαγόμενου φυσικού
αερίου ακόμα και σε περιόδους χαμηλής ζήτησης.
Οι
στρεβλώσεις στη λειτουργία της αγοράς, οι επιβληθέντες ειδικοί φόροι καυσίμου
στο ντήζελ, μαζούτ και φυσικό αέριο, αλλά και εξωγενείς παράγοντες αύξησης των
τιμών των καυσίμων είναι οι κύριοι παράγοντες που παρά την εντυπωσιακή μείωση
της μισθοδοσίας έχουν προκαλέσει τεράστιες οικονομικές απώλειες στη ΔΕΗ. Η
χρησιμοποίηση της ΔΕΗ ως φοροεισπρακτικού μηχανισμού του τέλους ακίνητης
περιουσίας, του γνωστού ως «χαράτσι της ΔΕΗ» πέρα από την τεράστια δυσφήμισή
της, έχει περαιτέρω οδηγήσει τη ΔΕΗ στην τωρινή τραγική οικονομική κατάσταση με
τα χρέη του Δημοσίου και των καταναλωτών να ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ τον Μάρτιο
2012 και τις επισφαλείς απαιτήσεις στα 500 εκατ. ευρώ. Έτσι, ενώ το 2010 η ΔΕΗ
έκλεισε με 550 εκατ. ευρώ κέρδη, το 2011 ανακοίνωσε 150 εκατ. ευρώ ζημιές. Η
μείωση της τιμής της μετοχής της ΔΕΗ στο ίδιο διάστημα οδήγησε σε
χρηματιστηριακή αξία περίπου ίση με 464 εκατ., ποσό που αντιστοιχεί στο ένα
τρίτο του προϋπολογισμού μίας μόνο από τις προγραμματισμένες μονάδες της
(Πτολεμαΐδα 5). Είναι
προφανές ότι πιθανή χρεωκοπία της ΔΕΗ θα οδηγήσει σε κατάρρευση ολόκληρη των
αγορά ενέργειας, αφού η λειτουργία των ιδιωτών παραγωγών και ανταγωνιστών της
στηρίζεται και τροφοδοτείται από τη ΔΕΗ. Είναι προφανές επίσης ότι η ΔΕΗ έχει
οδηγηθεί σε αυτό το σημείο ώστε η ιδιωτικοποίηση της με οποιοδήποτε τρόπο να
φαντάζει ως φυσιολογική εξέλιξη της αδυναμίας της να λειτουργήσει αποδοτικά με
την παρούσα της μορφή αγνοώντας όλα τα εμπόδια που της βάζει η ίδια η Πολιτεία.
Ενδεχομένως μία ιδιωτική ΔΕΗ, απαλλαγμένη από όλα αυτά τα βαρίδια να μπορέσει
να λειτουργήσει καλύτερα, έχοντας απωλέσει όμως τον κοινωνικό της χαρακτήρα σε
όφελος των ιδιοκτητών της. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυξηθεί ο ανταγωνισμός
στη χονδρεμπορική αγορά με τη δημιουργία μικρών «ΔΕΗ», οι οποίες θα πωληθούν σε
ιδιώτες που θα ανταγωνίζονται στην αγορά ενέργειας, η αμφίβολη μείωση του
κόστους παραγωγής δεν θα έχει το παραμικρό όφελος για τον καταναλωτή, αφού η
μείωση αυτή δεν συνδέεται, όπως αναλύθηκε παραπάνω, με τις τιμές της
λιανεμπορικής αγοράς.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ 22/07/2012 & 24/07/2012
* Ο Γ. Μάργαρης είναι ερευνητής - επίκ. καθηγητής Πολυτεχνείο Δανίας
* Ο Αργύρης Αλτιπαρμάκης είναι ερευνητής - αναλυτής αγορών ενέργειας
στο Πολυτεχνείο Δανίας
* Ο Ramin Moslemian είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής - αναλυτής στο
Πολυτεχνείο Δανίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου